- κιτρικός
- η , ό[ν] цитроновый; цитрусовый, относящийся к цитрусовым;
κιτρικον οξύ — лимонная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιτρικον οξύ — лимонная кислота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κιτρικός — ή, ό [κίτρο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κίτρο ή, γενικά, στα εσπεριδοειδή ή αυτός που προέρχεται από κίτρο 2. φρ. χημ. «κιτρικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο υδροξυοξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 3 καρβοξυ 3 υδροξυ … Dictionary of Greek
κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο … Dictionary of Greek